- πέμφιξ
- (Ιατρ.). Δερματική νόσος με πορεία εξελικτική, που γενικά καταλήγει σε θάνατο. Συμπτώματά της είναι ο σχηματισμός φυσαλλίδων στο δέρμα και διακρίνεται σε κοινή, σε φυλλώδη και σε βλαστική. Στην κοινή π., χρόνιου τύπου, εμφανίζονται, σε φαινομενικά υγιές δέρμα, φυσαλλίδες ποικίλου μεγέθους χωρίς κνησμό ή πόνο· όταν οι φυσαλλίδες σπάζουν, παρουσιάζεται επιφανειακή απώλεια ιστού που τείνει προς επούλωση ή επέκταση διά εκκεντρικής αποκόλλησης της επιδερμίδας. Οι περιοχές του δέρματος που προτιμά η νόσος είναι ο ομφαλός, οι βουβωνικές χώρες, οι μασχάλες, οι περιοφθαλμικές χώρες· συχνός είναι ο πυρετός και αργά ή γρήγορα επιβαρύνεται η γενική κατάσταση. Η καχεξία που δημιουργείται οδηγεί στον θάνατο σε μια περίοδο μηνών ή ετών. Στη φυλλώδη π. το υγρό στις φυσαλλίδες είναι λίγο και σχηματίζονται λεπτά λέπια. Στη βλαστική π. σχηματίζονται εκβλαστήσεις διαβρεγμένες από θολό και δύσοσμο υγρό. Η αιτία της νόσου δεν είναι ακόμα γνωστή· μικρόβια όπως ο χρυσίζων σταφυλόκοκκος θεωρούνται αιτίες σε μερικές περιπτώσεις· η θεραπευτική αγωγή στηρίζεται στη χορήγηση κορτικοειδών, ACTH και αντιβιοτικών.
Dictionary of Greek. 2013.