πέμφιξ

πέμφιξ
(Ιατρ.). Δερματική νόσος με πορεία εξελικτική, που γενικά καταλήγει σε θάνατο. Συμπτώματά της είναι ο σχηματισμός φυσαλλίδων στο δέρμα και διακρίνεται σε κοινή, σε φυλλώδη και σε βλαστική. Στην κοινή π., χρόνιου τύπου, εμφανίζονται, σε φαινομενικά υγιές δέρμα, φυσαλλίδες ποικίλου μεγέθους χωρίς κνησμό ή πόνο· όταν οι φυσαλλίδες σπάζουν, παρουσιάζεται επιφανειακή απώλεια ιστού που τείνει προς επούλωση ή επέκταση διά εκκεντρικής αποκόλλησης της επιδερμίδας. Οι περιοχές του δέρματος που προτιμά η νόσος είναι ο ομφαλός, οι βουβωνικές χώρες, οι μασχάλες, οι περιοφθαλμικές χώρες· συχνός είναι ο πυρετός και αργά ή γρήγορα επιβαρύνεται η γενική κατάσταση. Η καχεξία που δημιουργείται οδηγεί στον θάνατο σε μια περίοδο μηνών ή ετών. Στη φυλλώδη π. το υγρό στις φυσαλλίδες είναι λίγο και σχηματίζονται λεπτά λέπια. Στη βλαστική π. σχηματίζονται εκβλαστήσεις διαβρεγμένες από θολό και δύσοσμο υγρό. Η αιτία της νόσου δεν είναι ακόμα γνωστή· μικρόβια όπως ο χρυσίζων σταφυλόκοκκος θεωρούνται αιτίες σε μερικές περιπτώσεις· η θεραπευτική αγωγή στηρίζεται στη χορήγηση κορτικοειδών, ACTH και αντιβιοτικών.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πέμφιξ — breath fem nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πεμφίγων — πέμφιξ breath fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέμφιγα — πέμφιξ breath fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέμφιγας — πέμφιξ breath fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέμφιγες — πέμφιξ breath fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέμφιγι — πέμφιξ breath fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέμφιγος — πέμφιξ breath fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέμφιξι — πέμφιξ breath fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέμφιξιν — πέμφιξ breath fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέμφιγα — η / πέμφιξ, ιγος, ΝΑ νεοελλ. ιατρ. δερματοπάθεια που χαρακτηρίζεται από την εμφάνιση πομφολύγων στο δέρμα και στους βλεννογόνους αρχ. 1. πνοή, φύσημα 2. ηλιακή ακτίνα ή λάμψη φωτός 3. σταγόνα, ρανίδα 4. νέφος, σύννεφο και, ιδίως, σύννεφο το οποίο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”